Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

η Μεταμόρφωση τού Σωτήρος

  • 1 Μεταμόρφωση του Σωτήρος

    Μεταμόρφωση του Σωτήρος η
    Преображение Господне – двунадесятый праздник, который Церковь отмечает 6/19 Августа. Установлен в воспоминание об одном из важнейших моментов земного служения Христа: во время молитвы на Фаворской горе, при которой присутствовали апостолы Петр, Иаков и Иоанн, от Христа стал исходить Божественный свет, поразивший апостолов и ниспровергший их ниц (Мф. 17, 1-9; Мк. 9, 2-9; Лк. 9, 28-36). Одновременно с этим раздался голос Бога Отца: «Сей есть Сын мой Возлюбленный, в Котором Мое благоволение», засвидетельствовавший во второй раз (после Крещения) то, что Христос есть истинно Сын Божий. Сообщение Божественной энергии – нетварного света – человеческой плоти Христа воспринималось христианской традицией как залог грядущего преображения человека и было положено в основу учения об обожении человека и воссоединении его с Богом. Праздник Преображения отмечается с 4 века. Праздничные каноны были составлены в 8 веке Козьмой Маюмским и Иоанном Дамаскиным

    Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > Μεταμόρφωση του Σωτήρος

  • 2 Σωτήρας

    Σωτήρας ο
    Спаситель – Господь Иисус Христос, своей крестной смертью освободивший и спасший человечество от смерти и греха:

    η Μεταμόρφωση τού Σωτήρος — Преображение Господне – двунадесятый праздник, отмечаемый Православной Церковью 6/19 Августа

    Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > Σωτήρας

См. также в других словарях:

  • Μεταμόρφωση Σωτήρος — I Πρόκειται για μία από τις λεγόμενες δεσποτικές εορτές (εορτές που τελούνται προς τιμήν του Χριστού και αφορούν σημαντικά γεγονότα του βίου του) της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Σύμφωνα με την Αγία Γραφή και με την ιερή παράδοση, ο Ιησούς Χριστός,… …   Dictionary of Greek

  • μεταμόρφωση — Εξωτερική ή εσωτερική μεταβολή, αλλοίωση, μετουσίωση. (Βιολ.). Έντονη αλλαγή στη μορφή ή στη δομή ορισμένων ζώων, που συντελείται κατά τη μετεμβρυϊκή τους ανάπτυξη, προκειμένου οι οργανισμοί αυτοί να αποκτήσουν την οριστική μορφή του ώριμου ή… …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… …   Dictionary of Greek

  • σωτήρας — Όνομα τεσσάρων οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (63 κάτ., υψόμ. 330), στην επαρχία Θάσου του νομού Καβάλας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (10 τ.χλμ., 401 κάτ.), στην οποία ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, η Σκάλα Σωτήρα (338 κάτ.,… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Βυζαντινό Φθιώτιδας — Το Βυζαντινό Μουσείο Φθιώτιδας προβλέπεται να λειτουργήσει προσεχώς στο κτίριο των λεγόμενων Καποδιστριακών Στρατώνων της Υπάτης. Πρόκειται για ένα ορθογώνιο λιθόκτιστο διώροφο κτίριο των αρχών του 19ου αι., παρόμοιο με αυτό του κάστρου της… …   Dictionary of Greek

  • Δομβούς, μονή — Ανδρικό μοναστήρι του νομού Βοιωτίας στους πρόποδες του Ελικώνα. Η μονή είναι αφιερωμένη στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος και εξαρτάται από τη μητρόπολη Θηβών και Λεβαδείας. Είναι γνωστή και ως μονή του οσίου Σεραφείμ. Γραπτές μαρτυρίες για την ύπαρξη …   Dictionary of Greek

  • Φανερωμένης, μονή — Ονομασία με την οποία είναι γνωστά διάφορα μοναστήρια: 1. Γυναικείο μοναστήρι του νομού Κορινθίας, κοντά στο Χιλιομόδι, το οποίο εξαρτάται από τη μητρόπολη Κορινθίας, Ζεμενού, Ταρσού και Πολυφέγγους. Στην κορυφή του λόφου Καστρί ή Βίγλα βρίσκεται …   Dictionary of Greek

  • Οσίου Θεοδόσιου, μονή — Γυναικείο μοναστήρι του νομού Αργολίδος, κοντά στο Ναύπλιο, το οποίο εξαρτάται από τη Μητρόπολη Αργολίδος. Η ίδρυσή του ανάγεται περίπου το 910. Το καθολικό, το οποίο είναι αφιερωμένο στον Όσιο Θεοδόσιο, είναι χτίσμα του 10ου ή του 11ου αι.… …   Dictionary of Greek

  • Παντοκράτορα, μονή — Ονομασία με την οποία είναι γνωστά διάφορα μοναστήρια: 1. Γυναικείο μοναστήρι του νομού Αιτωλοακαρνανίας, κοντά στο Αγγελόκαστρο Μεσολογγίου, αφιερωμένο στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος, το οποίο εξαρτάται από τη Μητρόπολη Αιτωλίας και Ακαρνανίας. Το… …   Dictionary of Greek

  • Triklino — (Greek, Modern: Τρίκλινο, Katharevousa : Τρίκλινον, older name Priantza), is a small mountainous village (altitude 600 m.) of Greece. It is located in the northwest part of Greece and belongs to the Aetolia Acarnania prefecture.The artificial… …   Wikipedia

  • Φλαμουρίου, μονή — Αντρικό μοναστήρι του νομού Μαγνησίας, κοντά στο χωριό Κάτω Κερασιά, στο Πήλιο, το οποίο εξαρτάται από τη Μητρόπολη Δημητριάδος. Το καθολικό του μοναστηριού είναι αφιερωμένο στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος και έχει πέντε τρούλους, θεμελιώθηκε το 1595 …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»